σκελίζω

Revision as of 03:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

= ὑποσκελίζω, LXX Je.10.18, S.E.M.1.159: metaph., Plu.

&nbs

German (Pape)

[Seite 891] einhergehen, laufen; τοὺς πόδας, in die Höhe heben oder unterschlagen, S. Emp. adv. gramm. 150, LXX. Vgl. ὑποσκελίζω. – Auch für σκελλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σκελίζω: (σκελὶς) = ὑποσκελίζω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 159, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ´, 3).

French (Bailly abrégé)

faire de grandes enjambées.
Étymologie: σκέλος.

Greek Monolingual

ΜΑ σκέλος
1. ρίχνω κάτω ή υποσκελίζω
2. ξεριζώνω («ἐγὼ σκελίζω τοὺς κατοικοῡντας τὴν γῆν ταύτην ἐν θλίψει», ΠΔ.).

Russian (Dvoretsky)

σκελίζω: (о ногах) высоко подбрасывать (τοὺς πόδας Sext.).