σκοτοειδής

Revision as of 03:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ές,

   A dark-looking, Hsch. s.v. ζοφοειδές.

German (Pape)

[Seite 905] ές, finster, dunkel von Ansehen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοειδής: -ές, ὁ φαινόμενος σκοτεινός, Πλάτ. Φαίδων 81D Βεκκῆρ. (ἕτεροι σκιοειδ-).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’aspect sombre.
Étymologie: σκότος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται σκοτεινός («ψυχῶν σκοτοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -ειδής].

Greek Monotonic

σκοτοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σκοτοειδής: Plat. v. l. = σκιοειδής.