σπάλαξ

Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[σπᾰ], ᾰκος, ἡ, also ἀσπάλαξ (q.v.),

   A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.de An.425a11, LXX Le.11.30; masc.in Ael.NA11.37:— also written σφάλαξ, Paus.7.24.11.    II ἵππων εἶδος οἱ σ. (perh. mole-coloured), Hsch.: cf. σπαλακός.    III meadow-saffron, Colchicum parnassicum, Thphr.HP1.6.11 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, auch ἀσπάλαξ, ακος, der Maulwurf. Vgl. σκάλοψ.

Greek (Liddell-Scott)

σπάλαξ: -ᾰκος, ἡ, καὶ ἀσπάλαξ (ὃ ἴδε) ὁ «τυφλοπόντικος», Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 1, 5· ἀλλ’ ἀρσεν. ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 37, Κλήμ. Ἀλ. 71, Χρησμ. Σιβ. 1. 370· - ὡσαύτως φέρεται σφάλαξ, Παυσ. 7. 24, 11, Δράκων 51. (Ἴδε ἐν λέξ. σκάλλω).

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ, postér. ὁ)
taupe, animal.
Étymologie: DELG peu clair.

Russian (Dvoretsky)

σπάλαξ: ακος ἡ крот Arst.