στειπτός
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στειπτός: -ή, -όν, ἴδε στιπτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
foulé.
Étymologie: στείβω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. στιπτός.
Greek Monotonic
στειπτός: -ή, -όν, βλ. στιπτός.
Russian (Dvoretsky)
στειπτός: (adj. verb. к στείβω) утоптанный (φυλλάς Soph. - v. l. στιπτός и στρωτός).