στρωτός

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωτός Medium diacritics: στρωτός Low diacritics: στρωτός Capitals: ΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: strōtós Transliteration B: strōtos Transliteration C: strotos Beta Code: strwto/s

English (LSJ)

στρωτή, στρωτόν, spread, laid, covered, λέχος Hes.Th.798, E.Or.313; λέκτρα Id.Hel.1261; στρωτὰ φάρη, = στρώματα, S.Tr.916.

German (Pape)

[Seite 957] gebreitet, hingelegt, untergelegt; λέχος, Hes. Th. 798; στρωτὰ βάλλουσαν φάρη, Soph. Trach. 912; ἐπὶ στρωτοῦ λέχους, Eur. Or. 313, στρωτὰ λέκτρα, Hel. 1277.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
étendu.
Étymologie: adj. verb. de στρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωτός -ή -όν [στρώννυμι] uitgespreid, bedekt:. στρωτὰ βάλλειν φάρη dekens uitspreiden Soph. Tr. 916.

Russian (Dvoretsky)

στρωτός: [adj. verb. к στρώννυμι разостланный или постланный (λέχος Hes., Eur.; φάρη Soph.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος
νεοελλ.
συνεκδ.
1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» — ίσια μαλλιά χωρίς μπούκλες)
2. φρ. «στρωτή ροή»
φυσ. τύπος ροής ενός ρευστού, αερίου ή υγρού, κατά την οποία αυτό μετακινείται ομαλώς, σε κανονικές διαδρομές
αρχ.
φρ. «στρωτὰ φάρη» — τα στρώματα.
επίρρ...
στρωτά Ν
σε κανονική πορεία ή εξέλιξη, ομαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ἔστρω-μαι) με κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. τρωτός)].

Greek Monotonic

στρωτός: -ή, -όν, στρωμένος, απλωμένος, σκεπασμένος, σε Ησίοδ., Ευρ.· στρωτὰ φάρη, κλινοσκεπάσματα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στρωτός: -ή, -όν, (στρώννυμι) ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἐστρωμένος, κεκαλυμμένος, Λατιν. stratus, λέχος Ἡσ. Θ. 798, Εὐρ. Ὀρ. 313· λέκτρα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1261· στρωτὰ φάρη = στρώματα Σοφ. Τρ. 916.

Middle Liddell

στρωτός, ή, όν
spread, laid, covered, Hes., Eur.; στρωτὰ φάρη bed clothes, Soph.

English (Woodhouse)

covered with cloth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)