σκήνωσις

Revision as of 03:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A construction of a tent or house, Agatharch.47 (pl.).    II dwelling in one, LXX 2 Ma. 14.35, D.S.3.19, Sammelb.3924.7 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Aufschlagen eines Zeltes, einer Hütte, das Wohnen darin, D. Sic. 3, 20.

Greek (Liddell-Scott)

σκήνωσις: ἡ, ἡ κατασκευὴ σκηνῆς ἢ οἰκίας, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 35. ΙΙ. τὸ κατοικεῖν ἐν σκηνῇ ἢ ἐν οἰκίᾳ, Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκηνῶ (ΙΙΙ)]
κατοίκηση («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)
αρχ.
κατασκευή σκηνής ή οικίας.

Russian (Dvoretsky)

σκήνωσις: εως ἡ разбивание палаток, расселение Diod.