σκήνωσις

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκήνωσις Medium diacritics: σκήνωσις Low diacritics: σκήνωσις Capitals: ΣΚΗΝΩΣΙΣ
Transliteration A: skḗnōsis Transliteration B: skēnōsis Transliteration C: skinosis Beta Code: skh/nwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A construction of a tent or house, Agatharch.47 (pl.).
II dwelling in one, LXX 2 Ma. 14.35, D.S.3.19, Sammelb.3924.7 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Aufschlagen eines Zeltes, einer Hütte, das Wohnen darin, D. Sic. 3, 20.

Russian (Dvoretsky)

σκήνωσις: εως ἡ разбивание палаток, расселение Diod.

Greek (Liddell-Scott)

σκήνωσις: ἡ, ἡ κατασκευὴ σκηνῆς ἢ οἰκίας, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 35. ΙΙ. τὸ κατοικεῖν ἐν σκηνῇ ἢ ἐν οἰκίᾳ, Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκηνῶ (ΙΙΙ)]
κατοίκηση («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)
αρχ.
κατασκευή σκηνής ή οικίας.