σπινίδιον

Revision as of 03:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 922] τό, dim. von σπίνος, Vögelchen oder Finkchen, Ar. frg. 344, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐνίδιον: [ῐδ], τό, ὑποκορ. οῦ σπίνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 7· ὡσαύτως σπινίον, τό, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14.

Greek Monolingual

τὸ, Α σπίνος
μικρός σπίνος.

Russian (Dvoretsky)

σπῐνίδιον: (ῐδ) τό небольшой зяблик, по по друг. чижик Arph.