συγχορευτής

Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A companion in the dance, Pl.Lg.654a, 665a, X.HG2.4.20.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, Mittänzer; Plat. Legg. II, 653 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συγχορεύων, Πλάτ. Νόμ. 653Ε, 665Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait partie du même chœur de danse.
Étymologie: συγχορεύω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.

Greek Monotonic

συγχορευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συγχορευτής: οῦ ὁ участник пляски, танцор Xen., Plut.