συνδιανέμω

Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A distribute together with, ἑαυτοὺς . . τοῖς καλοῖς Lib.Decl.45.27:—Pass., c. dat., Plu.2.1024c, 1082b, cf. Gal.2.391. -νεύω, slew or turn together, of war-engines, Plb.1.23.10: c. dat. instr., τῷ προσώπῳ Plu. 2.63b: metaph., σ. τῇ διανοίᾳ ἐπί τι Plb.3.38.5.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. νέμω), mit od. zugleich austheilen, vertheilen, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

distribuer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, διανέμω.

Greek Monolingual

Α
διανέμω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

Α
διανέμω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνδιανέμω: вместе распределять: τῷ χρόνῳ συνδιανέμεσθαι Plut. распределяться во времени.