ao. συνηυνάσθην;s’unir à, τινι.Étymologie: σύν, εὐνάζω.
συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.
συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).