εὐνάζω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾰ] Od.4.408, X.Cyn.9.3; Dor.
A εὐνάξω Pi. (v. infr.): aor. ηὔνᾰσα E.Rh.762, εὔνασα Simon.184.10, A.R.3.1000:—Med.,v.infr.:—Pass., Od.5.65: aor. 1 ηὐνάσθην or εὐν-, Pi.P.3.25, E. Ion17, 1484, (ξυν-) S.OT982; Ep. 3pl. εὔνασθεν (κατ-) Il.3.448: pf. ηὔνασμαι (κατ-) E.Rh.611: (εὐνή):—mostly poet., cf. εὐνάω:
1 lay or place in ambush, ἔνθα σ' ἐγὼν… εὐνάσω ἑξείης Od.4.408.
2 put to bed, put to sleep, οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν Pi.Pae.6.128, cf. A.R.4.1060, etc.; of animals, lay their young in a form, X.Cyn.9.3: metaph., of death, lay asleep, S.OT961, cf. Tr.1042 (lyr.), E.Rh.762; so βάρβιτον οὐδὲ θανὼν εὔνασεν εἰν Ἀΐδη Simon. l.c.; calm, soothe, εὐνάζειν… βλεφάρων πόθον S.Tr.106 (lyr.); χόλον A.R.3.1000:—Pass., go to bed, sleep, Hom., only in Od., ἐν προδόμῳ εὐνάζετο δῖος Ὀδυσσεύς 20.1; εὐνάζοντο κατὰ μέγαρα 23.299, cf. Hes.Op.339, etc.; σκληρῶς εὐ. X. Cyn.12.2; also ἔνθα δέ τ' ὄρνιθες… εὐνάζοντο there they used to roost, Od 5.65; of sexual intercourse, παρ' ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι ib.119; so θεαῖς εὐνάζεται h.Ven.190; θεῶ E.Ion17; εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν Pi.P.3.25; εὐνάσθην ὑπὸ σπαργάνοις Id.Fr.193; γάμοις… βασιλικοῖς εὐνάζεται E.Med.18; Φοίβῳ κρυπτόμενον λέχος ηὐνάσθην Id.Ion1484 (lyr.); of animals, Arist.HA609b23:—so in Med., κούρῳ παρθένος εὐνάσατο Call.Aet.3.1.1.
3 give in marriage, τέκνα E.Fr.17.
4 of pain, lull, deaden, τὴν ταλαιπωρίην Aret.CA2.1:—Pass., σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ S.Tr.1242.
German (Pape)
[Seite 1081] lagern, hinlegen, Od. 4, 407; Eur. Rhes. 762 u. sp. D., wie Ap. Rh., τὴν δ' οὔτε μίνυνθά περ εὔνασεν ὕπνος 4, 1060; εὔνασε πόδας, ließ die Füße ruhen, Nonn. D. 12, 97; übertr., zur Ruhe bringen, beruhigen, Ἀΐδας εὔνασον Soph. Tr. 1031, σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή O. R. 961, οὔποτ' εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον Tr. 106. – Pass., σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ibd. 1231, v.l. ἀπευνασθέντος; auch Sp., χόλον Opp. Cyn. 2, 626, wie Ap. Rh. 3, 1000; pass., εὐνάζεται ἀνία Anacr. 36, 10. Selten in Prosa, wie von der Hirschkuh, τὸν νεβρὸν εὐνάσειν, Xen. Cyn. 9, 3. - Med. sich lagern, sich schlafen legen, schlafen, Od. 20, 1. 23, 299; Hes. stellt gegenüber ὅτ' εὐνάζῃ καὶ ὅταν φάος ἱερὸν ἔλθῃ, Abends u. Morgens, O. 336; ἔνθα ὄρνιθες εὐνάζοντο, wo die Vögel ihre Ruhestätte hatten, Od. 5, 65; auch vom Beischlaf, παρ' ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι 5, 119, u. mit dem bloßen dat., ὅςτε θεαῖς εὐνάζεται ἀθανάτῃσιν H. h. Ven. 191, wie Eur. θεῷ εὐνάσθη Κρέουσα, Φοίβῳ κρυπτόμενον λέχος εὐνάσθην, Ion 17. 1484; γάμοις βασιλικοῖς εὐνάζεται Med. 18; vgl. εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν Pind. P. 3, 25. Auch von Tieren, καὶ ὀχεύειν Arist. H. A. 9, 1; sonst selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 12, 2. – Soph. braucht das act. auch in der Bdtg schlafen, ἐᾶτέ με δύσμορον εὐνάσαι Tr. 1001, doch ist die Lesart unsicher u. vielleicht εὐνᾶσθαι zu lesen.
French (Bailly abrégé)
f. εὐνάσω, ao. ηὔνασα, pf. inus.
A. tr. I. coucher. d'où
1 mettre au lit, étendre sur une couche, acc. ; Pass. se coucher ; en parl. d'oiseaux se poser pour dormir, nicher ; en mauv. part étendre sur la couche ; abattre, faire mourir;
2 fig. assoupir, endormir (son courroux, son chagrin), etc.
II. mettre en embuscade;
B. intr. être couché, dormir.
Étymologie: εὐνή.
Russian (Dvoretsky)
εὐνάζω: (aor. ηὔνᾰσα и εὔνᾰσα; pass.: impf. εὐναζόμην и ηὐναζόμην, aor. ηὐνάσθην и εὐνάσθην)
1 располагать в засаде (τινά Hom.);
2 укладывать спать, усыплять (τοὺς νεβρούς Xen.); med.-pass. ложиться спать (ἐν προδόμῳ, κατὰ μέγαρα Hom.): ὅτ᾽ εὐνάζῃ Hes. когда отходишь ко сну; располагаться на ночлег, гнездиться (ὄρνιθες εὐνάζοντο Hom.);
3 успокаивать, умиротворять: οὐκ εὐ. βλεφάρων πόθον Soph. не унимать томления очей, т. е. ждать с неутихающей тоской; ἀπ᾽ εὐνασθέντος κακοῦ ἐκκινεῖν τινα Soph. пробуждать кого-л. от утихших страданий, т. е. воскрешать утихшую было боль;
4 усыплять смертным сном, успокаивать навеки (παλαιὰ σώματα Soph.);
5 med.-pass. разделять ложе, вступать в брак (παρ᾽ ἀνδράσιν, θεαῖς Hom.; γάμοις βασιλικοῖς Eur.): κρυπτόμενον λέχος εὐ. τινι Eur. сочетаться тайным браком с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνάζω: μέλλ. -άσω ᾰ Ὀδ., Ἀττ.: ἀόρ. ηὔνᾰσα Εὐρ. Ρήσ. 762, εὔνασα Σιμωνίδ. 116, Ἀπολλ. Ρόδ.: - Παθ., Ὀδ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ηὐνάσθην ἢ εὐνάσθην Πινδ. Π. 3. 44, Εὐρ. Ἴων. 17, 1484, (ξυν-) Σοφ. Ο. Τ. 982, Ἐπικ. γ΄ πληθ. εὔνασθεν (κατ-) Ἰλ. Γ. 448· εὔνασμαι (κατ-) Εὐρ. Ρήσ. 611: (εὐνή): - κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., πρβλ. εὐνάω: 1) τοποθετῶ τινά που χάριν ἐνέδρας, ἔνθα σ’ ἐγὼν ἀγαγοῦσα… εὐνάσω ἐξείης Ὀδ. Δ. 408. 2) βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1060, κτλ.· ἐπὶ ζῴων κατακλινόντων τὰ νεογνὰ αὑτῶν εἰς τὴν φωλεάν, Ξεν. Κυν. 9, 3· μεταφ., ἐπὶ θανάτου, ἀποκοιμίζω, καταβάλλω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει ῥοπὴ Σοφ. Ο. Τ. 961, πρβλ. Τρ. 1042· οὕτω, βάρβιτον οὐδὲ θανὼν εὔνασεν εἰν Ἀΐδῃ Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· εὐνάζειν... βλεφάρων πόθον Σοφ. Τρ. 106. - Παθ., κατακλίνομαι, πλαγιάζω, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἐν προδόμω εὐνάζετο δῑος Ὀδυσσεὺς Υ. 1· εὐνάζοντο κατὰ μέγαρα Ψ. 299· οὕτως Ἠσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 336, καὶ Ἀττ. ποιητ.· ὡσαύτως Ξεν. ἐν Κυν. 12, 2: ὡσαύτως, ἔνθα δὲ τ’ ὄρνιθες… εὐνάζοντο, συνήθιζον να κοιμῶνται (να «κουρνιάζουν»), Ὀδ. Ε. 65: ὡσαύτως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, παρ’ ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι Ε. 119· οὕτω, θεαῖς εὐνάζεται Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 191· εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν Πινδ. Π. 3. 44· εὐνάσθην ὑπὸ σπαργάνοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 205· γάμοις… βασιλικοῖς εὐνάζεται Εὐρ. Μήδ. 18· Φοίβῳ κρυπτόμενον λέχος ηὐνάσθην ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1484· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23· ἐπὶ πόνου, σὺ γὰρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ Σοφ. Τρ. 1242. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ Παθ., αὐτόθι 1005.
English (Autenrieth)
and εὐνάω (εὐνή), fut. εὐνάσω, aor. εὔνησε, mid. pres. inf. εὐνάζεσθαι, pass. aor. inf. εὐνηθῆναι: put in a place to lie, place in ambush, Od. 4.408, 440; mid. and pass., lie down to sleep or rest, Il. 3.441, Od. 20.1; fig., of winds, Od. 5.384.
English (Slater)
εὐνάζω
a put to bed ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις Pindar speaks of his birth in a Pythian year fr. 193. met., οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν (sc. Αἴγιναν) (Pae. 6.128)
b pass. sleep with ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας (sc. Κορωνίς) (P. 3.25)
Greek Monolingual
εὐνάζω (Α) ευνή
1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ' ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.)
2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω
3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά
4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω, καταβάλλω, αποκοιμίζω («εὔνασον εὔνασον ὠκυπέτᾳ μόρῳ τὸν μέλεον φθίσας», Σοφ.)
5. καταπραΰνω, γλυκαίνω («εὐνάζειν... βλεφάρων πόθον», Σοφ.)
6. δίνω σε γάμο
7. (για κόπο ή πόνο) κατευνάζω, καταπαύω, σταματώ («τὴν ταλαιπωρίην εὐνάζειν», Αρετ.)
8. παθ. ευνάζομαι
α) πέφτω στο κρεβάτι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω
β) (για όρνιθες) κουρνιάζω («ἔνθα δὲ τ' ὄρνιθες... εὐνάζοντο», Ομ. Οδ.)
γ) (για γυναίκες κυρίως, αλλά και για άνδρες και για ζώα) συνουσιάζομαι («εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν», Πίνδ.).
Greek Monotonic
εὐνάζω: μέλ. -άσω [ᾰ], αόρ. αʹ ηὔνᾰσα ή εὔνασα — Παθ., αόρ. αʹ ηὐνάσθην ή εὐν-, Επικ. γʹ πληθ. εὔνασθεν (εὐνή)·
I. 1. τοποθετώ κάποιον κάπου χάριν ενέδρας, σε Ομήρ. Οδ.
2. βάζω κάποιον να κοιμηθεί· λέγεται για ζώα, τοποθετώ τα νεογνά στη φωλιά, σε Ξεν.· μεταφ., λέγεται για τον θάνατο, αποκοιμίζω, καταβάλλω, σε Σοφ. — Παθ., πηγαίνω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για πτηνά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πόνο, εὐνασθέντος κακοῦ, σε Σοφ.
II. αμτβ., όπως το Παθ., κοιμάμαι, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐνή
1. to lay or place in ambush, Od.
2. to put to bed: of animals, to lay their young in a form, Xen.: metaph. of death, to lay asleep, Soph.:—Pass. to go to bed, sleep, Od., Attic; of fowls, Od.:—of pain, εὐνασθέντος κακοῦ Soph.
II. intr., like Pass., to sleep, Soph.