συννενέαται

Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A v. συννέω (B).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ion. pf. Pass. de συννέω³.

Greek Monotonic

συννενέαται: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του συννέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννενέαται, zie συννέω.

Russian (Dvoretsky)

συννενέᾰται: ион. 3 л. sing. pf. pass. к συννέω II.