σύνουρος

Revision as of 04:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

( ξύνουρος),

   A v. σύνορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. σύνορος.

Greek Monotonic

σύνουρος: Ιων. αντί σύν-ορος.

Russian (Dvoretsky)

σύνουρος: ион. Aesch. = σύνορος.