σύνορος
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
Trag. ξύνουρος, ον, marching with, conterminous, τῇ Ἀττικῇ or τῆς Ἀττικῆς, Plu.Lys.29, Dem.17; neighbouring, χώρα Thphr. HP 3.3.6: metaph., κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος dust twin-sister of mud, A.Ag.495; σύνοροι πολιτεῖαι Arist.EN1160b17; σ. ἡ πραγματεία τοῦ ἰατροῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ Id.Resp.480b25; προτάσεις σύνοροι defined in Gal.Inst.Log.6.3.
German (Pape)
[Seite 1031] ion. σύνουρος, mit angränzend; Arist. eth. 8, 10; τῇ Ἀττικῇ, Plut. Lys. 29. – Übertr., verwandt, ähnlich, κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις, Aesch. Ag. 481.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 limitrophe de, τινι;
2 fig. qui a de l'affinité avec, analogue à, gén..
Étymologie: σύν, ὅρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνορος -ον Att. ook ξύνορος [σύν, ὅρος] grenzend aan, met dat. of gen.; overdr. verwant:. σύνοροι πολιτεῖαι verwante staatsvormen Aristot. EN 1160b17.
Russian (Dvoretsky)
σύνορος: ион. σύνουρος 2
1 сопредельный, пограничный, смежный (τῇ Ἀττικῇ и τῆς Ἀττικῆς Plut.);
2 перен. близкий, родственный (κόνις, πηλοῦ κάσις ξ. Aesch.): σ. ἡ πραγματεία τοῦ ἰατροῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ Arst. (вопросы медицины) одинаково близки как врачу, так и естествоиспытателю.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνουρος Α
όμορος, γειτονικός («χώραν σύνορον τῆς Αττικής», Πλούτ.)
αρχ.
μτφ. όμοιος, συγγενικός («προτάσεις σύνοροι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ορος / ουρος (< ὅρος / οὖρος), πρβλ. ὅμορος].
Greek Monotonic
σύνορος: Ιων. -ουρος, -ον, αυτός που έχει κοινό όριο, που συνορεύει με, όμορος με, τῇ Ἀττικῇ ή τῆς Ἀττικῆς, σε Πλούτ.· μεταφ., κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος, σκόνη, δίδυμη αδελφή του πηλού, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σύνορος: Ἰων. σύνουρος, ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὅριον, συνορεύων, ὅμορος, τῇ Ἀττικῇ ἢ τῆς Ἀττικῆς Πλουτ. Λύσ. 29, Δημοσθ. 17· μεταφορ., κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος, ἡ κόνις ἀδελφὴ τοῦ πηλοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 495· σύνοροι πολιτεῖαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 3· σ. ἡ πραγματεία τοῦ ἰατροῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 21. 7.
Middle Liddell
σύν-ορος, Ionic -ουρος, ον,
conterminous with, τῇ Ἀττίκῃ or τῆς Ἀττίκης Plut.: metaph., κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος dust twin-sister of mud, Aesch.
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik