σχοινῖτις

Revision as of 04:26, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
fait de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. σχοινίτης.

Greek Monotonic

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ (σχοῖνος), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από βούρλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σχοινῖτις: ῐδος adj. f тростниковая (καλύβη Anth.).