καλύβη

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠβη Medium diacritics: καλύβη Low diacritics: καλύβη Capitals: ΚΑΛΥΒΗ
Transliteration A: kalýbē Transliteration B: kalybē Transliteration C: kalyvi Beta Code: kalu/bh

English (LSJ)

ἡ,
A hut, cabin, Hdt.5.16, Th.1.133, 2.52, Theoc.21.7, 18, Agatharch.47, etc.; σχοινῖτις καλύβη AP7.295.7 (Leon.); ἡ ἱερὰ καλύβη, holy hutCIG4591 (Palestine).
2bridal bower, A.R.1.775.
3 sleeping-tent on roof of house, PFlor.335.2 (iii A. D.).
II cover, screen, Theopomp.Hist.195.

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ (καλύπτω), Obdach, Hütte, Zelt; Her. 5, 16; οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ' ἐν καλύβαις πνιγηραῖς διαιτωμένων Thuc. 2, 52; Sp.; Ath. XII, 517 f aus Theopomp. καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐκ ῥάβδων; – σχοινῖτις Leon. Tar. 91 (VII, 295). Bei Ap. Rh. 1, 775 Brautgemach.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cabane, hutte.
Étymologie: cf. καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλύβη -ης, ἡ [καλύπτω] hut.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλύβη: (ῠ) ἡ хижина (διαιτᾶσθαι ἐν καλύβαις Thuc.): κ. πλεκτή Theocr. или κ. σχοινῖτις Anth. тростниковая хижина, шалаш.

Spanish

tienda

Greek Monolingual

η (AM καλύβη)
βλ. καλύβα.

Greek Monotonic

κᾰλύβη: [ῠ], ἡ (καλύπτω),
I. καλύβα, καμπίνα, θαλαμίσκος, κελί, Λατ. tugurium, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. καταφύγιο, παραπέτασμα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύβη: ῠ, ἡ, (καλύπτω) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ καλύβη Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. προκάλυμμα, καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― τύπος κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ καλύβη ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: hut, cabin (Hdt.); bridal bower (A.R.); sleeping-tent (PFlor. 335.2).
Other forms: Also καλυβός (Epigr.Gr. 260, Cyrene). κολυβός ἔπαυλις H.
Derivatives: καλυβίτης `living in a hut'; καλυβοποιέομαι make oneself a cabin (Str.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variant adduced by Fur. 343 shows that the word is Pre-Greek. Pre-Greek has a rule α - υ > ο - υ Fur. 340.

Middle Liddell

κᾰλῠ́βη, ἡ, καλύπτω
I. a hut, cabin, cell, Lat. tugurium, Hdt., Thuc., etc.
II. a cover, screen, Anth.

English (Woodhouse)

hut

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

tienda donde llevar a cabo la consagración λαβὼν σινδόνα καθαρὰν ἔνγραψον κροσῷ τοὺς τξεʹ θεούς, ποίησον καλύβην, ὑφ' ἣν ἴθι τελούμενος toma una sábana limpia, escribe en el borde los trescientos sesenta y cinco dioses y haz con ella una tienda, bajo la que entrarás al consagrarte P XIII 99 P XIII 654

Lexicon Thucydideum

tugurium, hut, cottage, 1.133.1, 2.52.2.