fém. de ταχύς.
(I)η, Νβλ. ταχύς.———————— (II)η, Ν ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων.
Νεπίρρ. βλ. ταχιά.
τᾰχεῖα: f к ταχύς.