μαλακίων

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακίων Medium diacritics: μαλακίων Low diacritics: μαλακίων Capitals: ΜΑΛΑΚΙΩΝ
Transliteration A: malakíōn Transliteration B: malakiōn Transliteration C: malakion Beta Code: malaki/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Dim. of μαλακός, as a term of endearment, darling, Ar.Ec.1058.

German (Pape)

ωνος, ὁ, Weichling, verzärtelter Mensch, Ar. Eccl. 1058.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκίων: ωνος ὁ ласк. дружочек, душенька Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκίων: -ωνος, ὁ, ὑποκοριστικόν τι τοῦ μαλακός, μαλακός, ἁβρός, ἁπαλός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058.

Greek Monolingual

μαλακίων, -ωνος, ὁ (Α)
(ως έκφραση αγάπης) αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. -ίων (πρβλ. αλγίων, κερδίων)].