τερατοσκόπος

Revision as of 04:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ὁ,

   A observer of τέρατα, soothsayer, diviner, Pl.Lg.933c, 933e, Arist.Fr.75, LXX De.18.11: cf. τερασκόπος.

German (Pape)

[Seite 1093] wunderbare od. widernatürliche Zeichen od. Erscheinungen beobachtend u. deutend; ἢ μάντις, Plat. Legg. XI, 933 c; Sp.; vom röm. Haruspex, Plut. Sull. 7.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τέρατα, δηλ. τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῖα, μάντις, προφήτης, Πλάτ. Νόμ. 933C, Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 65, πρβλ. τερασκόπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe et explique les prodiges ; ὁ τερατοσκόπος devin.
Étymologie: τέρας, σκοπέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α
(στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκόπος].

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτοσκόπος: ὁ Soph., Plat., Arst. etc. = τερασκότεος II.