συνεπιχειρέω

Revision as of 04:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.

Greek Monotonic

συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιχειρέω: вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.).