ἐπιχειρέω
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
(χείρ)
A put one's hand to, οἱ μὲν δείπνῳ ἐπεχείρεον Od. 24.386, cf. 395; πηδαλίοις Ar.Eq.542.
2 put one's hand to a work, set to work at, attempt, τῇ διώρυχι Hdt.2.158; δρησμῷ ἐ. attempt an escape, Id.6.70; τῇ ὁδῷ Id.7.43, cf. E.Ba.819; τοῖσι βασιληΐοισι Hdt.3.61; τυραννίδι Id.5.46; ἔργῳ τοσούτῳ Id.9.27; λόγοις, τέχνῃ, Pl.Phdr.279a, Grg.521d, etc.; τοῖς ἀδυνάτοις X.Mem.2.3.5, cf. Isoc. 5.41, etc.
3 less freq. c. acc., μεγάλα ἔργα Thgn.75; δίκαιον πρᾶγμα Pl.Cri.45c, Phlb.57b:—Pass., to be attempted, Th.4.55, 6.31, X.Cyr.6.1.41, etc.; τὸ ἐπιχειρούμενον the thing attempted, Pl.Lg. 746b.
4 c. inf., endeavour, attempt to do, Hdt.3.38,65,9.42, Ar. Ra.81, Th.2.40, etc.: c. fut. inf., J.BJ6.7.3:—Pass., ἃ τὸ πρῶτον ἐπεχειρήθη πραχθῆναι Pl.Ep.337d, cf. Id.Ti.53a,al.
5 ἐπειχειρήθη c. dat., an operation was performed, τῇσιν αἱμορροΐσι Hp.Epid.5.20.
II make an attempt on, attack, τινι Hdt.1.11,26,190, Th.3.94, Ar.V.1030, etc.; πρός τινα Th.7.21; ἐπί τινα Pl.Mx.241d (but ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος διαφθοράν with a view to.., Arist.Pol.1315a24); εἰς τὰς σατραπείας D.S.14.80: abs., Hdt.5.72, 8.108, etc.; κτείνων ἢ ἐπιχειρῶν Lexap.And.1.98:—Pass., Th.2.11.
b sens. obsc., ἐ. μειρακίοις Jul.Mis.359d.
III attempt to prove, argue dialectically, Pl.Tht.205a, Hermog.Inv.3.4; περί τινος Arist.Top.101a30; ἔκ τινος from a topic, ib.115a26; ἔς τι D.L.4.28; ἐ. ὅτι.. Arist.Top.128b26: abs., Id.APr.66a34; λογικώτερον ἔστιν ἐπιχειρεῖν ὧδε Id.Cael.275b12.
German (Pape)
[Seite 1003] Handanlegen, δείπνῳ, σίτῳ, zugreifen, zulangen, Od. 24, 386. 395, bes. – 1) feindlich, angreifen, anfallen, τινί, Her. 1, 11. 26; auch Oerter, Φωκαίῃ, τοῖσι βασιληΐοισι, 1, 162. 3, 61; Thuc. 3, 94; καὶ ἐπιτίθεσθαι Xen. Cyr. 7, 1, 22; Folgende; τινὶ μάχῃ, Luc. Paras. 59; ἐπί τινα, Plat. Menex. 241 d; πρός τινα, Thuc. 7, 21; εἰς σατραπείας D. Sic. 14, 80. Auch pass., angegriffen werden, ἀσφαλέστατοι πρὸς τὸ ἐπιχειρεῖσθαι, Gegensatz ἐπιέναι, Thuc. 2, 11. 4, 73; ἐπιχειρούμενος διχόθεν Plut. Sertor. 23. – 21 übh. Etwas angreifen, sich an Etwas machen, unternehmen, versuchen, c. dat., χοροῖς ἐπιχειρήσω, den Reigen beginnen, Eur. Bacch. 190; ὁδῷ 819; πηδαλίοις Ar. Equ. 542; τῇ διώρυχι Her. 2, 158; ἔργῳ, wie auch wir sagen: Hand an's Werk legen, 9, 27; Thuc. 1, 126; τοῖς δημοσίοις ἔργοις Plat. Gorg. 514 c; τυραννίδι, er strebte nach der Tyrannis, Her. 5, 46; λόγοις Plat. Phaedr. 279 a, wie τέχνῃ Gorg. 521 d, sich der Kunst befleißigen, sie betreiben, τοῖς ἀδυνάτοις Xen. Mem. 2, 3, 5; Folgde; – c. inf., κἂν ξυναποδρᾶναι δεῦρ' ἐπιχειρήσειέ μοι Ar. Ran. 81; Her. 1, 46; Thuc. 2, 40 u. A., wo man es oft "beabsichtigen", "wollen" übersetzen kann. – Auch c. acc., μεγάλα ἔργα Theogn. 75; οὐδὲ δίκαιον πρᾶγμα Plat. Crit. 45 c; öfter ὅπερ, πολλὰ τοιαῦτα u. ä; καλὸν ἔργον Isocr. 1, 3; Sp.; – pass., τὸ μὴ ἐπιχει ρούμενον Thuc. 4, 55; Plat. Menex. 240 c Leg. V, 746 l u. öfter, bes. partic. praes.; τὰ αἰσ χρὰ ἐπιχειρεῖται Xen. Cyr. 6, 1, 41; ἀπὸ ποίου χρόνου ἐπεχειρήθη, von Bergwerken, bearbeitet werden, Vectig. 4, 2; ἃ τὸ πρῶτον ἐπεχειρήθη πραχθῆναι Plat. Rep. VII, 337 d, vgl. Tim. 53 a. – In der Logik Etwas folgern, durch Schlüsse erweisen, Plut. u. a. Sp.; ἐκ od. ἀπό τινος, aus Etwas folgern, Sext. Emp.
French (Bailly abrégé)
ἐπιχειρῶ :
1 mettre la main à ou sur : δείπνῳ, σίτῳ OD au souper, à la nourriture, càd se mettre à souper, à manger ; τινι, πρός τινα, ἐπί τινα attaquer, assaillir qqn;
2 fig. mettre la main à, entreprendre : ἔργῳ HDT une œuvre ; ὁδῷ HDT un voyage, se mettre en route ; τυραννίδι HDT tenter de s'emparer de la royauté ; τοῖς ἀδυνάτοις XÉN tenter l'impossible ; qqf avec l'acc. : πρᾶγμα PLAT entreprendre une affaire ; avec l'inf. entreprendre de.
Étymologie: ἐπί, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχειρέω:
1 досл. налагать, класть руку (на что-л., перен. предпринимать что-л.); браться, приниматься (за что-л.) (ἔργῳ τοσούτῳ Her.; τηλικαύταις πράξεσιν Plut.; οὐ δίκαιον πρᾶγμα Plat.; καλὸν ἔργον Isocr.): ἐ. δείπνῳ Hom. приступать к обеду; ἐ. πηδαλίοις Arph. браться за руль; ἐ. τυραννίδι Her. захватить царскую власть; ἐ. ὁδῷ Eur. пускаться в путь; ἐ. λόγοις Plat. приняться за составление речей; ἐ. τῇ πολιτικῇ τέχνῃ Plat. заняться политикой; τῇ διώρυχι ἐ. Her. начать прорытие канала;
2 стремиться, пытаться (καταλῦσαι τὸν δῆμον Arst.): δρησμῷ ἐ. Her. пытаться бежать (затевать побег); ἐ. τοῖς ἀδυνάτοις Xen. стремиться к невозможному; τὸ ἐπιχειρούμενον Thuc., Plat.; задуманное произведение, предпринятое (начатое) дело;
3 нападать, бросаться (τινι Her., Thuc., Arst., Luc., Plut., πρός τινα Thuc., ἐπί τινα Plat. и εἴς τι Diod.); pass. подвергаться нападению Thuc., Plut.;
4 лог. доказывать, умозаключать (περί и ἔκ τινος или οτι … Arst.): ἐ. πρός τι Arst. умозаключать к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχειρέω: (χείρ), θέτω τὴν χεῖρά μου εἴς τι, οἱ μὲν δείπνῳ ἐπεχείρεον, «καὶ ἔστιν ἐνταῦθα ἐπιχειρεῖν τὸ χεῖρας ἐπιβάλλειν, κατὰ τό: ἐπὶ χεῖρας ἴηλαν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 386, πρβλ. 395· πηδαλίοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 542. 2) θέτω τὴν χεῖρά μου εἴς τι ἔργον, ἀρχίζω νὰ ἐργάζωμαι, ἐπιχειρῶ, τῇ διώρυχι Ἡρόδ. 2. 158· δρησμῷ ἐπ., ἐπιχειρεῖν ἀπόδρασιν, 6. 70· τῇ ὁδῷ 7. 43, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 819· τοῖσι βασιληΐοισι Ἡρόδ. 3. 63· τυραννίδι 5. 46· ἔργῳ τοσούτῳ 9. 27· λόγοις, τέχνῃ Πλάτ. Φαῖδρ. 279A, Γοργ. 521D, κτλ.· τοῖς ἀδυνάτοις Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 5, κτλ. 3) σπανιώτερον μετ’ αἰτ., μεγάλα ἔργα Θέογν. 75, πρβλ. Πλάτ. Κριτ. 45C, Φίληβ. 57B. ― Παθ., ἐπιχειροῦμαι, Θουκ. 4. 55., 6. 31, Ξεν., κλ.· τὸ ἐπιχειρούμενον, ὅπερ ἐπιχειρεῖ τις, Πλάτ. Νόμ. 746B. 4) μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 3. 38, 65., 9. 42, Ἀριστοφ. Βάτρ. 81, Θουκ. 2. 40, Πλάτ., κλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. Τίμ. 53A κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπιχειρῶ ἐναντίον τινός, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, τινι Ἡρόδ. 1. 11, 26, 190, Θουκ. 3. 94, Ἀριστοφ. Σφ. 1030, κτλ. πρός τινα Θουκ. 7. 51· ἐπί τινα Πλάτ. Μενέξ. 241D· εἰς τὰς σατραπείας Διόδ. 14. 80: ― ἀπολ., Ἡρόδ. 5. 72., 8. 108, Θουκ., κτλ.· κτείνων ἢ ἐπιχειρῶν Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 17. ― Παθ., Θουκ. 2. 11. ΙΙΙ. προσπαθῶ, ἐπιχειρῶ ν’ ἀποδείξω, συζητῶ διαλεκτικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 205A· περί τινος Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1· ἔκ τινος, ἔκ τινος ζητήματος, αὐτόθι 2. 11, 1· πρός τι, πρός τι συμπέρασμα, αὐτόθι 3. 6, 13 κ. ἀλλ.· ἔς τι Διογ. Λ. 4. 28· ἐπ. ὅτι... Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 3· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 19, 2· λογικώτερον ἔστιν ἐπιχειρεῖν ὧδε ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Οὐρ. 1. 7, 15.
English (Autenrieth)
(χείρ): put hand to, apply oneself to; δείπνῳ, σίτῳ, Od. 24.386 and 395.
English (Strong)
from ἐπί and χείρ; to put the hand upon, i.e. undertake: go about, take in hand (upon).
English (Thayer)
ἐπιχείρῳ: imperfect ἐπεχείρουν; 1st aorist ἐπεχείρησα; (χείρ);
1. properly, to put the hand to (Homer, Odyssey 24,386, 395).
2. often from Herodotus down, to take in hand, undertake, attempt (anything to be done), followed by the infinitive: 2 Maccabees 7:19). Grimm treats of this word more at length in the Jahrbb. f. deutsche Theol. for 1871, p. 36f.
Greek Monotonic
ἐπιχειρέω: μέλ. -ήσω (χείρ)·
I. 1. βάζω κάτι στο χέρι μου, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
2. ξεκινώ μία εργασία, αρχίζω να εργάζομαι, επιχειρώ να κάνω, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· σπανίως, με αιτ., σε Θέογν., Πλάτ. — Παθ., επιχειρούμαι, δοκιμάζομαι, σε Θουκ.
3. με απαρ., πασχίζω, αγωνίζομαι ή αποτολμώ, επιχειρώ να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.
II. πραγματοποιώ επίθεση εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ, τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
χείρ
I. to put one's hand on a thing, c. dat., Od., Ar.
2. to put one's hand to a work, set to work at, attempt, c. dat., Hdt., Attic:—rarely c. acc., Theogn., Plat.:—Pass. to be attempted, Thuc.
3. c. inf. to endeavour or attempt to do, Hdt., Attic
II. to make an attempt on, to set upon, attack, τινί Hdt., Attic; πρός τινα Thuc.;—absol., Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:™piceiršw 誒披-黑雷哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在上-手 相當於: (גָּרַשׁ) (עֲבַד)
字義溯源:著手,從事,提筆,擅自,想法子,設法,試為;由(ἐπί)*=在⋯上)與(χείρ)*=手)組成
出現次數:總共(3);路(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 他們⋯想法子(1) 徒9:29;
2) 擅自(1) 徒19:13;
3) 曾提筆(1) 路1:1
Mantoulidis Etymological
-ῶ Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπί + χείρ χωρίς ἐνδιάμεση λέξη.
Παράγωγα: ἐπιχείρημα, ἐπιχειρηματικός, ἐπιχείρησις, ἐπιχειρητέον, ἐπιχειρητής, ἐπιχειρητικός, ἐπίχειρα (=πληρωμή).