3ᵉ pl. ao.2 poét. de τίκτω.
see τίκτω.
τέκον: Επικ. αντί ἔτεκον, αόρ. βʹ του τίκτω· τέκοιεν, γʹ πληθ. ευκτ.
τέκον: эп. 3 л. pl. aor. 2 к τίκτω.