τάφρευμα

Revision as of 04:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ditch, Pl.Lg.761b, D.C.Fr.57.33, Fr.98.1.

German (Pape)

[Seite 1075] τό, der gemachte, gezogene Graben, Plat. Legg. VI, 761 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τάφρευμα: τό, τάφρος ἤδη ἀνασκαφεῖσα, Πλάτ. Νόμ. 761Β, Δίων Κ.

Greek Monolingual

τὸ, Α ταφρεύω
τάφρος που έχει ήδη ανασκαφεί.

Russian (Dvoretsky)

τάφρευμα: ατος τό ров, окоп Plat.