ταφρεύω
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
make a ditch, Pl.Lg.760e,778e, X.HG5.2.4; τάφρους τ. Aeschin.3.236: c. acc., τὰ ἔσωθεν Aen.Tact.33.4.
German (Pape)
[Seite 1075] einen Graben machen, ziehen, Plat. Legg. VI, 760 e; Xen. Hell. 5, 2, 4, u. Sp., wie Polyaen. 8, 49.
French (Bailly abrégé)
creuser une fosse.
Étymologie: τάφρος.
Russian (Dvoretsky)
ταφρεύω:
1 копать ров, рыть окопы Xen., Plat.;
2 прокапывать, рыть, проводить (τάφρους Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ταφρεύω: ἀνοίγω τάφρον, Πλάτ. Νόμ. 760Ε, 778Ε, Ξεν., κλπ., τ. τάφρους Αἰσχίν. 87. 29.
Greek Monolingual
ΝΑ τάφρος
ανορύσσω τάφρο, ανοίγω χαντάκι («τὰς τάφρους τὰς περὶ τὰ τείχη καλῶς ἐτάφρωσε», Αισχίν.).
Greek Monotonic
ταφρεύω: μέλ. ταφρεύσω (τάφρος), ανοίγω τάφρο, σε Ξεν., Αισχίν.