Τήϊος

Revision as of 04:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

α, ον,

   A of or from Teos (Τέως), Eup.146a, etc.: this Ionic form is also the Attic form, written τειιοι (pl.) in IG12.205.10.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Téos ; οἱ Τήϊοι habitants de Téos.
Étymologie: Τέως.

Greek Monolingual

-ΐα, -ον, Α
αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την πόλη Τέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τέως + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θαλαμ-ήϊος)].

Russian (Dvoretsky)

Τήϊος: ὁ теосец, житель или уроженец Теоса Her. etc.