Τενέδιος: ξυνήγορος· «ὁ ἀπότομος καὶ σκληρὸς» Ἡσύχ.
α, ον :de Ténédos.Étymologie: Τένεδος.
Τενέδιος: II ὁ тенедосец Her.тенедосский Thuc.