Τενέδιος
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Ténédos.
Étymologie: Τένεδος.
Greek (Liddell-Scott)
Τενέδιος: ξυνήγορος· «ὁ ἀπότομος καὶ σκληρὸς» Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
Τενέδιος: II ὁ тенедосец Her.
тенедосский Thuc.