τριβάρβαρος

Revision as of 04:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A thrice-barbarous, Plu.2.14b.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + βάρβαρος.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβάρβᾰρος: трижды, т. е. совершенно варварский Plut.