ὑμνητός

Revision as of 05:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A sung of, praised, lauded, εὐδαίμων καὶ ὑ. Pi.P.10.22, cf. 11.61, LXXDa.3.56.

German (Pape)

[Seite 1178] adj. verb. von ὑμνέω, besungen, gepriesen, preiswürdig; Pind. ἀνὴρ εὐδαίμων καὶ ὑμνητός, P. 10, 22, vgl. 11, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐξυμνούμενος, ἐπαινούμενος, εὐδαίμων καὶ ὑμν. Πινδ. Π. 10. 34, πρβλ. 11. 93.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être chanté ou célébré.
Étymologie: ὑμνέω.

English (Slater)

ὑμνητός
   1 celebrated in song εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.61)

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑμνῶ
αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.

Greek Monotonic

ὑμνητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑμνέω, εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνητός: [adj. verb. к ὑμνέω достойный прославления (ἀνήρ Pind.).