ὑπέρπονος

Revision as of 05:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A quite worn out, διὰ γῆρας Plu.Alex.61, cf. Anon. ap. Suid. s.v. ὑπερπνιγεῖς.

German (Pape)

[Seite 1201] akt., sich übermäßig anstrengend, auch durch übermäßige Anstrengung abgemattet, Plut. Alex. 61 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπονος: -ον, ὑπὲρ τὸ δέον καταπεπονημένος, διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épuisé par la fatigue ou la souffrance.
Étymologie: ὑπέρ, πόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πόνος (πρβλ. ἐπί-πονος)].

Greek Monotonic

ὑπέρπονος: -ον, καταπονημένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπονος: крайне измученный (ὑ. γενόμενος διὰ γῆρας Plut.).