ὑποίγνυμι

Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A open a little or secretly, τὴν θύραν Ar.Th.424, cf. Ec.15.

German (Pape)

[Seite 1218] u. ὑποίγω (s. οἴγνυμι), heimlich od. sacht, ein wenig öffnen, θύραν Ar. Th. 431.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποίγνῡμι: μέλλ. -οίξω, ἀνοίγω ὀλίγον τι ἢ κρυφίως, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 424, πρβλ. Ἐκκλ. 15.

Greek Monolingual

και ὑποίγω Α
ανοίγω κάτι λίγο ή το ανοίγω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οἴγω / οἴγνυμι «ανοίγω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποίγνῡμι: приотворять (τὴν θύραν Arph.).