ανοίγω
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
(AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι)
1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα
2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ
3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος
4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα
5. δημιουργώ, ιδρύω, συνιστώ
6. μεσ. ταξιδεύω στο ανοιχτό πέλαγος
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. σκάβω τη γη για να κάνω αυλάκι ή θεμέλια
2. διανοίγω, σχίζω
3. αρχίζω, κάνω έναρξη, ξεκινώ κάτι
4. (για καταστάσεις) προξενώ, δημιουργώ, βγάζω στη μέση
5. επιμηκύνω, πλαταίνω, φαρδαίνω
6. (για χρώματα ή χρωματισμούς) κάνω πιο φωτεινό, ανοιχτόχρωμο
7. (για πολυπληθείς συγκεντρώσεις) κάνω εύκολη τη διάβαση, δημιουργώ πέρασμα σπρώχνοντας τον κόσμο
8. παύω να είμαι κλειστός
9. βλαστάνω, ανθίζω
10. γίνομαι αίθριος, φωτεινός
11. γεννιέμαι δημιουργούμαι
II. μέσ.
1. επεκτείνω, μεγαλώνω τις επιχειρήσεις μου
2. αποτολμώ, διακινδυνεύω, ξανοίγομαι
3. ξοδεύω υπέρμετρα ξεπερνώντας τις δυνατότητες μου
4. (ειδ. φρ.) «ανοίγει η γη και με καταπίνει» — βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, απελπίζομαι
«ανοίγει η καρδιά μου» — ανακουφίζομαι, χαίρομαι
«ανοίγει η μέση μου (ή τά νεφρά μου)»
α) κουράζομαι υπερβολικά
β) τρομάζω πολύ
«ανοίγει η μύτη μου» — αιμορραγεί
«ανοίγει η τύχη μου» — γίνομαι τυχερός, πλουτίζω
«ανοίγουμε πηγαδάκι» — φλυαρούμε πολλή ώρα
«ανοίγω κουβέντα» — κάνω λόγο, ανακοινώνω, «ανοίγουν τα μάτια μου» — διαφωτίζομαι
«δεν άνοιξε μύτη (ή ρουθούνι)» — δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός, τίποτε σοβαρό
«ανοίγω (νέους) δρόμους (ή ορίζοντες)» — πρωτοπορώ, δημιουργώ νέες προοπτικές
«δεν ανοίγω βιβλίο» — δεν μελετώ καθόλου
«ανοίγω νοικοκυριό (ή σπιτικό)» — δημιουργώ δική μου οικογένεια
«ανοίγω πληγές (ή παλιούς καημούς)» — φέρνω στη θύμηση κάποιου δυσάρεστες μνήμες
«ανοίγω πυρ» — αρχίζω να πυροβολώ
«ανοίγω σπίτι, μαγαζί...» κλέβω σπίτι, μαγαζί κ.λπ. «ανοίγω τα αφτιά μου» — ακούω με μεγάλη προσοχή
«ανοίγω τα μάτια κάποιου» — κάνω κάποιον να μάθει κάτι, τον διαφωτίζω
«ανοίγω τα μάτια μου» — ξυπνώ
«ανοίγω τα πανιά» αποπλέω
«ανοίγω τα στραβά μου» — προσέχω, δίνω προσοχή σε κάτι
«ανοίγω την αγκαλιά μου (σε κάποιον)» — υποδέχομαι κάποιον θερμά, τον καλοδέχομαι
«ανοίγω την καρδιά μου» — εκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι
«ανοίγω τη σημαία» — ξεδιπλώνω τη σημαία
«ανοίγω το βήμα» — επιταχύνω, βιάζομαι
«ανοίγω το πορτοφόλι (μου)» — δαπανώ, μπαίνω σε έξοδα
«ανοίγω το σπίτι μου» — ετοιμάζω το σπίτι μου για να υποδεχθώ κόσμο
«ανοίγω το στόμα μου» — κάνω αποκαλύψεις, φέρνω στο φως κάτι κρυφό και κακό
«ανοίγω τον λάκκο κάποιου» — επιβουλεύομαι κάποιον
«άνοιξε το κεφάλι (μου)» (αμτβ.)
έσπασε το κεφάλι (μου)
«άνοιξαν τον τάφο του τάδε (ή τον τάδε)» — έκαναν ανακομιδή των οστών του τάδε
«ανοίγω τον δρόμο» — προετοιμάζω, προλειαίνω το έδαφος
«ανοίγει πληγή» (αμτβ.)
γίνεται πληγή, τραύμα
αρχ.
αποκαλύπτω, κάνω κάτι γνωστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α-) + οίγω, οίγνυμι. Ο τ. με την πρόθεση αν(α)- είναι ο πιο εύχρηστος, όπως μαρτυρούν οι παραδεδομένοι τύποι, και η πρόθεση συνδέθηκε τόσο στενά με το κύριο ρήμα, ώστε να γίνεται αισθητό ως απλό και όχι ως σύνθετο, πράγμα που φαίνεται καθαρά από τη θέση της αύξησης και του αναδιπλασιασμού (πρβλ. ήνοιγον, ήνοιξα, ηνοίχθην, ηνοίγην, ηνέωξα, ηνέωγμαι, ηνέωχα) καθώς επίσης και από τη σύνθεση με άλλες προθέσεις, ενώ υπήρχε ήδη η ανα- (πρβλ. παρ-ανοίγνυμι, συνα-ανοίγνυμι, σννα-ανοίγω, υπ-ανοίγω), βλ. επίσης οίγω, οίγνυμι.
ΠΑΡ. άνοιγμα, άνοιξη (-ις), ανοικτός
αρχ.
ανοιγή
μσν.
ανοιγευς
μσν.- νεοελλ.
ανοικτήριον (-χτήρι), ανοιγμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. παρανοίγνυμι, υπανοίγνυμι, συνανοίγω, υπανοίγω
νεοελλ.
ανοιγοκλείνω, ανοιγοσφαλώ].