φαλάκρωμα

Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bald head, used for a bald man, Cic. Att.14.2.3.    II bald place, LXX Le.13.42, al.: pl., ib.Ez.27.31 cod. A.

German (Pape)

[Seite 1253] τό, das Kahlgemachte, der kahle Kopf, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλάκρωμα: τό, γυμνότης, φαλακρὰ κεφαλή, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φαλακροῦ ἀνθρώπου, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 2. ΙΙ. = φαλάκρωσις, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΖϳ, 31 κῶδ. Ἀλεξ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[φαλακρῶ, -ώνω]]
η φαλάκρωση
αρχ.
1. φαλακρή κεφαλή
2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.).

Russian (Dvoretsky)

φᾰλάκρωμα: ατος τό досл. плешь, перен. плешивый человек Cic.