φαλάκρωση

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

Greek Monolingual

η / φαλάκρωσις, -ώσεως, ΝΑ [[φαλακρῶ, -ώνω]]
σχηματισμός φαλάκρας.