ὑποστροβέω

Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A agitate inwardly, ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ A.Ag.1215.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστροβέω: ταράσσω ἐσωτερικῶς, ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215.

Greek Monotonic

ὑποστροβέω: ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστροβέω: досл. кружить, перен. потрясать, волновать (τινα Aesch. - in tmesi).