φιλανθρακεύς

Revision as of 05:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A friend of colliers, Ar.Ach.336 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ, Freund der Kohlenbrenner, Ar. Ach. 317.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανθρᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἀνθρακεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 336.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
ami des charbonniers.
Étymologie: φίλος, ἀνθρακεύς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
φίλος τών καρβουνιάρηδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀνθρακεύς.

Greek Monotonic

φῐλανθρᾰκεύς: -έως, ὁ, φίλος των ανθρακωρύχων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φιλανθρᾰκεύς: έως ὁ друг-угольщик Arph.