φιλανθρακεύς
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
-έως, ὁ, friend of colliers, Ar.Ach.336 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1274] ὁ, Freund der Kohlenbrenner, Ar. Ach. 317.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ami des charbonniers.
Étymologie: φίλος, ἀνθρακεύς.
Russian (Dvoretsky)
φιλανθρᾰκεύς: έως ὁ друг-угольщик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανθρᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἀνθρακεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 336.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
φίλος τών καρβουνιάρηδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀνθρακεύς.
Greek Monotonic
φῐλανθρᾰκεύς: -έως, ὁ, φίλος των ανθρακωρύχων, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φῐλ-ανθρᾰκεύς, έως, ὁ,
friend of colliers, Ar.