ὑποσχόμενος

Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A v. ὑπισχνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσχόμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπισχνέομαι· - ὑποσχών, ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπέχω. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 de ὑπισχνέομαι.

Greek Monotonic

ὑποσχόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὑπισχνέομαι· υποτ. ὑπόσχωμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσχόμενος: part. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.