φρονίμως
French (Bailly abrégé)
adv.
avec sagesse, avec prudence;
Cp. φρονιμώτερον ou φρονιμωτέρως.
Étymologie: φρόνιμος.
English (Strong)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. φρόνιμος.
Russian (Dvoretsky)
φρονίμως: умно, благоразумно, рассудительно (λογίζεσθαι, ζῆν Plat.): διὰ τὸ φ. ἔχειν Xen. благодаря рассудительности.