φρόνιμος
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (LSJ)
φρόνιμον, also η, ον Plu.2.1070b:—
A in one's right mind, in one's senses, S.Aj.259 (anap.).
II showing presence of mind, ἐν τοῖς δεινοῖς X.An.2.6.7; τὸ φ. presence of mind, Id.HG2.3.56.
III sensible, prudent, opp. ἄφρων, Gorg. Fr.6; ψυχή Pl.Sph.247a; opp. ἀνόητος, Isoc.2.14 (Comp.); τὸν φρόνιμον ζητοῦντας.. ὥσπερ ἀποδεδρακότα Bato 2.3; ὡς ἂν ὁ φ. ὁρίσειε Arist.EN1107a1, al.; φ. περί τινος possessing sagacity or discernment in a thing, X.Cyr.1.6.15, 21 (Comp.); περί τι Pl.Grg. 490b (Comp.), Isoc. 12.161 (Comp.); εἴς τι Pl.Alc.1.125a; ἐν τῷ σίτῳ φ. καὶ μέτριοι X.Cyr.5.2.17.
2 of thoughts, acts, and the like, φ. τι ἐργάσασθαι Ar. Lys.42; φιλόπολις ἀρετή, φρόνιμος ib.547 (lyr.).
3 of birds as giving omens, τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνούς S.El.1058 (lyr.).
b sagacious, of animals, Pl.Plt. 263d, Arist.HA488b15, PA648a8 (Comp.), 687a8 (Sup.), GA753a11 (Comp.), al.
4 τὸ φ. practical wisdom, prudence, E.Fr.52.9 (lyr.), Pl.R. 586d, al.; opp. τὸ ἄφρον, Id.Phdr.235e; ἰέναι ἐπὶ τὸ φρονιμώτερον X.Smp.8.14: pl., ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα helpless in point of wisdom, S.OT692 (lyr.); τὰ φρονιμώτερα ποιεῖν Isoc.15.211.
5 Adv. φρονίμως Ar.Eq.1364, Av.1333 (lyr.), Pl.La.192e, etc.; opp. ἀλόγως, Isoc.3.9; φ. ἔχειν X.Cyr.3.3.57; διακεῖσθαι Isoc. 8.114: Comp. φρονιμώτερον, διακεῖσθαι τῶν ἄλλων Id.2.10; φρονιμωτέρως Id.13.15: Sup. φρονιμώτατα, λέγειν X.Ap.20.
German (Pape)
[Seite 1309] ον, bei Verstande, vernünftig, einsichtsvoll, klug; τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνούς Soph. El. 1048; Ai. 252, zur Besinnung gekommen, im Gegensatz des Wahnsinns; Ar. Lys. 42. 548; in Prosa von Plat. an oft: Gegensatz ἄφρων Gorg. 498 b; vgl. Arist. eth. Nic. 6, 6 u. φρόνησις; περί τινος, Plat. Rep. VII, 521 b (wie Xen. Cyr. 1, 6,15); περί τι, Gorg. 490 b; auch ὃ ἕκαστος φρόνιμος, τοῦτο ἀγαθός; φρόνιμος εἰς ὑποδημάτων ἐργασίαν Alc. I, 125 a; τὸ φρόνιμον, besonnenes Wesen, Geistesgegenwart, Xen. Hell. 2, 3,24; καὶ μέτριος Cyr. 5, 2,17. – Adv., φρονίμως ζῆν, λογίζεσθαι, Plat. Lach. 193 a Epin. 982 b.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
sensé, qui a sa raison, qui est dans son bon sens ; subst. τὸ φρόνιμον intelligence, esprit réfléchi, présence d'esprit ; état de l'âme ayant conscience d'elle-même;
Cp. φρονιμώτερος, Sp. φρονιμώτατος.
Étymologie: φρήν.
Russian (Dvoretsky)
φρόνῐμος: 3, редко
1 находящийся в здравом уме: νῦν φ. νέον ἄλγος ἔχει Soph. пришедший в себя (Эант) удручен теперь другой скорбью;
2 умный, благоразумный, рассудительный (περί τινος, ἔν и ἐπί τινι Xen., περί τι Isocr., Plat. или εἴς τι Plat.). - см. тж. φρόνιμον.
Greek (Liddell-Scott)
φρόνῐμος: -ον, καὶ η, ον, Πλούτ. 2. 1070Β· ― ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, ἔμφρων, Σοφ. Αἴ. 259. ΙΙ. ἀτάραχος, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· τὸ φρόνιμον, ἑτοιμότης πνεύματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 56. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, φρόνιμος, σώφρων, συνετός, Λατ. prudens, Πλάτ. καὶ Ἀριστοτέλ., πρβλ. φρόνησις ΙΙ· ἀντίθετον τῷ ἄφρων, Πλάτ. Σοφ. 247Α, κλπ.· τῷ ἀνόητος, Ἰσοκρ. 17D· τὸν φρόνιμον ζητοῦντας... ὥσπερ ἀποδεδρακότα Βάτων παρ’ Ἀθην. 163Β· φρ. περί τινος, ὁ ἔχων φρόνησιν ἢ ὁ δεικνύων σύνεσιν εἴς τι πρᾶγμα, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 15 καὶ 21 κἑξ.· περί τι Πλάτ. Γοργ. 490Β, Ἰσοκρ. 266Ε· εἴς τι Πλάτ. Ἀλκιβ. 1. 125Α· ἔν τινι Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 7, κλπ.· ἐπὶ τῷ σίτῳ φρ. καὶ μέτριος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 17. 2) ἐπὶ σκέψεων, πράξεων καὶ τῶν τοιούτων, φρόν. τι ἐργάζεσθαι Ἀριστοφ. Λυσ. 42· φιλόπολις ἀρετή, φρόνιμος αὐτόθι 548. 3) λέγεται καὶ ἐπὶ πτηνῶν ὡς προμηνυόντων τὰ μέλλοντα, τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνοὺς Σοφ. Ἠλ. 1059, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 263D· καὶ ἐπὶ ζῴων ὅσα δεικνύουσιν εὐφυΐαν τινά, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32, περὶ Ζ. Μορ. 2. 2, 6., 4. 10, 19, περὶ Ζ. Γεν. 3. 2, 14, κ. ἀλλ.· πρβλ. φρόνησις ΙΙ. 2. 4) τὸ φρόνιμον, πρακτικὴ σοφία, σύνεσις, «φρονιμάδα», Εὐρ. Ἀποσπ. 53. 9, Πλάτ. Πολ. 586D, κ. ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄφρον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 236Α· ἐπὶ τὸ φρονιμώτερον ἰέναι Ξεν. Συμπ. 8, 14· καὶ ἐν τῷ πληθ., ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα Σοφ. Ο. Τ. 692· φρονιμώτατα λέγειν Ξεν. Ἀπολ. 20· τὰ φρονιμώτατα ποιεῖν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 226. 5) Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1364. Ὄρν. 1333, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετον τῷ ἀλόγως, Ἰσοκρ. 28Β· φρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57· διακεῖσθαι Ἰσοκρ. 182C. Συγκρ. φρονιμώτερον ὁ αὐτ. 16Ε, κλπ. -ωτέρως, ὁ αὐτ. 294Β.
English (Strong)
from φρήν; thoughtful, i.e. sagacious or discreet (implying a cautious character; while σοφός denotes practical skill or acumen; and συνετός indicates rather intelligence or mental acquirement); in a bad sense conceited (also in the comparative): wise(-r).
English (Thayer)
φρόνιμον (φρονέω);
a. intelligent, wise (so A. V. uniformly): μωρός, Ἄφρον, φρόνιμος παῥ ἑαυτῷ, one who deems himself wise (A. V. wise in one's own conceits), prudent, i. e. mindful of one's interests: μωρός, φρονιμώτερος, Sophocles, Xenophon, Plato down; the Sept. for נָבון, חָכָם, מֵבִין.) (Synonym: see σοφός, at the end.)
Greek Monolingual
-η, -ο / φρόνιμος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ίμη Α
1. σώφρων, συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός (α. «είναι φρόνιμο και ευγενικό παιδί» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.)
2. (για σκέψη ή πράξη) αυτός που φανερώνει σύνεση, φρόνηση
3. εγκρατής, μετριοπαθής
νεοελλ.
παροιμ. «τών φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν» — δηλώνει ότι οι συνετοί άνθρωποι προνοούν έγκαιρα για το μέλλον τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σώες τις φρένες του, λογικός
2. (για πτηνό) αυτός που προοιωνίζεται το μέλλον («τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνοὺς ἐσορώμενοι», Σοφ.)
3. (για ζώο) ευφυής, πανούργος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρόνιμον
φρονιμάδα, σύνεση, σωφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός + επίθημα -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος, τρόφιμος)].
Greek Monotonic
φρόνῐμος: -ον, I. αυτός που έχει σώας τας φρένας, φρόνιμος, συνετός, σε Σοφ.
II. ατάραχος, ακίνητος, φρόνιμος, σε Ξεν.· τὸ φρόνιμον, ύπαρξη σύνεσης, στον ίδ.
III. 1. σοφός, ευαίσθητος, συνετός, Λατ. prudens, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φρόνιμον, σύνεση, στον ίδ.· και σε πληθ., ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα, στερημένος από μυαλό, σε Σοφ.· φρονιμώτατα λέγειν, σε Ξεν.
2. επίρρ. -μως, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· φρονίμως ἔχειν, σε Ξεν.· συγκρ. φρονιμώτερον, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
φρόνῐμος, ον,
I. in one's right mind, in one's senses, Soph.
II. staid, unmoved, discreet, Xen.; τὸ φρ. presence of mind, Xen.
III. wise, sensible, prudent, Lat. prudens, Plat., etc.:— τὸ φρόνιμον prudence, Plat.; and in plural, ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα devoid of wisdom, Soph.; φρονιμώτατα λέγειν Xen.
2. adv. -μως, Ar., Plat., etc.; φρ. ἔχειν Xen.; comp. φρονιμώτερον, Isocr.
Chinese
原文音譯:frÒnimoj 弗羅你摩士
詞類次數:形容詞(14)
原文字根:意向的 相當於: (בִּין) (חָכַם) (עָרוּם)
字義溯源:深思的,聰明的,更加聰明,明智的,精明人,智慧的,自大的,有見識的,明白,明白人,靈巧;源自(φρήν)*=心思,悟性)
出現次數:總共(14);太(7);路(2);羅(2);林前(2);林後(1)
譯字彙編:
1) 聰明的(4) 太25:2; 太25:4; 太25:8; 太25:9;
2) 聰明(3) 太7:24; 羅11:25; 羅12:16;
3) 有見識的(2) 太24:45; 路12:42;
4) 精明人(1) 林後11:19;
5) 對明白人(1) 林前10:15;
6) 更加聰明(1) 路16:8;
7) 靈巧(1) 太10:16;
8) 是聰明的(1) 林前4:10
English (Woodhouse)
clever, prudent, quick-witted, sensible, shrewd, wise
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό φρονέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı