φορηδόν

Revision as of 05:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Adv.

   A bearing like a bundle, φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 1300] adv., wie φοράδην, im Tragen, getragen, Luc. Tim. 21.

Greek (Liddell-Scott)

φορηδόν: Ἐπίρρ., = φοράδην, «σηκωτά», «κουβαλητά», φ. ἄρασθαί τι Λουκ. Τίμ. 21.

French (Bailly abrégé)

adv;
c.
φοράδην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σηκωτά, φοράδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

φορηδόν: επίρρ., σηκωτά, κουβαλητά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φορηδόν: adv. (= φοράδην) неся на руках: φ. μετακομίζειν τινά Luc. переносить кого-л.