φορηδόν

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορηδόν Medium diacritics: φορηδόν Low diacritics: φορηδόν Capitals: ΦΟΡΗΔΟΝ
Transliteration A: phorēdón Transliteration B: phorēdon Transliteration C: foridon Beta Code: forhdo/n

English (LSJ)

Adv. bearing like a bundle, φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 1300] adv., wie φοράδην, im Tragen, getragen, Luc. Tim. 21.

French (Bailly abrégé)

adv;
c.
φοράδην.

Russian (Dvoretsky)

φορηδόν: adv. (= φοράδην) неся на руках: φ. μετακομίζειν τινά Luc. переносить кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

φορηδόν: Ἐπίρρ., = φοράδην, «σηκωτά», «κουβαλητά», φ. ἄρασθαί τι Λουκ. Τίμ. 21.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σηκωτά, φοράδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

φορηδόν: επίρρ., σηκωτά, κουβαλητά, σε Λουκ.

Middle Liddell

bearing like a bundle, Luc.