χαλκογένειος
English (LSJ)
ον, = sq., AP6.236 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1331] = Folgdm, ἔμβολα, Philp. 30 (VI, 236).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκογένειος: -ον, = τῷ ἑπομ., χαλκογένεια ἔμβολα Ἀνθ. Π. 6. 236.
Greek Monolingual
-ον, Α
χαλκόγενυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο-γένειος, ὀξυ-γένειος].
Greek Monotonic
χαλκογένειος: -ον (γένειον), το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκογένειος: с медными челюстями (ἔμβολα νηῶν Anth.).