χαλκογένειος

Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον, = sq., AP6.236 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1331] = Folgdm, ἔμβολα, Philp. 30 (VI, 236).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκογένειος: -ον, = τῷ ἑπομ., χαλκογένεια ἔμβολα Ἀνθ. Π. 6. 236.

Greek Monolingual

-ον, Α
χαλκόγενυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο-γένειος, ὀξυ-γένειος].

Greek Monotonic

χαλκογένειος: -ον (γένειον), το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκογένειος: с медными челюстями (ἔμβολα νηῶν Anth.).