χαλκόγενυς

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόγενυς Medium diacritics: χαλκόγενυς Low diacritics: χαλκόγενυς Capitals: ΧΑΛΚΟΓΕΝΥΣ
Transliteration A: chalkógenys Transliteration B: chalkogenys Transliteration C: chalkogenys Beta Code: xalko/genus

English (LSJ)

υ, with teeth of bronze, ἄγκυρα Pi.P.4.24.

German (Pape)

[Seite 1331] υ, mit ehernen, kupfernen Backen, ἄγκυρα Pind. P. 4, 24.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
aux mâchoires d'airain (ancre).
Étymologie: χαλκός, γένυς.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόγενυς: Pind. = χαλκογένειος.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόγενυς: υ, ὁ ἔχων χαλκᾶς γένυς, ἄγκυραν χαλκόγενυν, τὴν χαλκᾶς ἔχουσαν γένυς, Πίνδ. Π. 4. 42.

English (Slater)

χαλκόγενυς with bronze jaws “ἄγκυραν χαλκόγενυν” (P. 4.24)

Greek Monolingual

-υ, Α
(για άγκυρα) αυτός που έχει χάλκινα άκρα («ἄγκυραν χαλκόγενυν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + γένυς «σαγόνι, το άκρο του αγκιστριού» (πρβλ. μακρόγενυς, ὀξύγενυς].

Greek Monotonic

χαλκόγενυς: -υ, αυτός που έχει δόντια από χαλκό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκό-γενυς, υ,
with teeth of brass, Pind.