χαλκόγενυς
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
υ, with teeth of bronze, ἄγκυρα Pi.P.4.24.
German (Pape)
[Seite 1331] υ, mit ehernen, kupfernen Backen, ἄγκυρα Pind. P. 4, 24.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux mâchoires d'airain (ancre).
Étymologie: χαλκός, γένυς.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόγενυς: Pind. = χαλκογένειος.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόγενυς: υ, ὁ ἔχων χαλκᾶς γένυς, ἄγκυραν χαλκόγενυν, τὴν χαλκᾶς ἔχουσαν γένυς, Πίνδ. Π. 4. 42.
English (Slater)
χαλκόγενυς with bronze jaws “ἄγκυραν χαλκόγενυν” (P. 4.24)
Greek Monolingual
-υ, Α
(για άγκυρα) αυτός που έχει χάλκινα άκρα («ἄγκυραν χαλκόγενυν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + γένυς «σαγόνι, το άκρο του αγκιστριού» (πρβλ. μακρόγενυς, ὀξύγενυς].
Greek Monotonic
χαλκόγενυς: -υ, αυτός που έχει δόντια από χαλκό, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χαλκό-γενυς, υ,
with teeth of brass, Pind.