χειράς

Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

άδος, ἡ, (χείρ)

   A chap, crack, prop. in the hands, but also in the feet, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, chapped hands or feet, D.L.1.81; also χιράς Suid., Eust.194.40.    II heap of stones, etc., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1344] άδος, ἡ, Riß, Schrunde, eigtl. der Hände, das Aufgesprungensein, aber auch der Füße, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, aufgeborstene Hände u. Füße, D. L. 1, 81. Auch χιράς geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

χειράς: -άδος, ἡ, (χεὶρ) ῥαγάς, «σκάσιμον» κυρίως τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ποδῶν, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, ῥαγάδες χειρῶν, ποδῶν, Διογ. Λ. 1. 81· «χειράδας· τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας, ἔνιοι δὲ φῷδας» Ἡσύχ.· - τὸν τύπον χιρὰς προτιμᾷ ὁ Εὐστ. 194. 40.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
βλ. χιράς.

Russian (Dvoretsky)

χειράς: άδος ἡ трещина (на руке или ноге) Diog. L.