χειράς
From LSJ
English (LSJ)
χειράδος, ἡ, (χείρ)
A chap, crack, prop. in the hands, but also in the feet, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, chapped hands or feet, D.L.1.81; also χιράς Suid., Eust.194.40.
II heap of stones, etc., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1344] άδος, ἡ, Riß, Schrunde, eigtl. der Hände, das Aufgesprungensein, aber auch der Füße, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, aufgeborstene Hände u. Füße, D. L. 1, 81. Auch χιράς geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
χειράς: άδος ἡ трещина (на руке или ноге) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
χειράς: -άδος, ἡ, (χεὶρ) ῥαγάς, «σκάσιμον» κυρίως τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ποδῶν, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, ῥαγάδες χειρῶν, ποδῶν, Διογ. Λ. 1. 81· «χειράδας· τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας, ἔνιοι δὲ φῷδας» Ἡσύχ.· - τὸν τύπον χιρὰς προτιμᾷ ὁ Εὐστ. 194. 40.