χελιδόνιον

Revision as of 06:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

τό,

   A celandine, Chelidonium majus, Thphr.HP7.15.1, Ath.15.684e; χ. τὸ μέγα Dsc.2.180.    2 = ἄμπελος λευκή, Id.4.182.    3 χ. τὸ μικρόν pilewort, Ranunculus Ficaria, Id.2.181.    II young swallow, Gal.14.386.

German (Pape)

[Seite 1348] τό, Schwalbenkraut, Schillkraut, Diosc. und Theophr.; von dem die Alten zwei Arten unterschieden, γλαυκόν od. κυάνεον, Theocr. 13, 41, chelidonium majus, u. χλωρόν, Pollian. 1 (XI, 1301, vielleicht ranunculus ficaria.

Greek (Liddell-Scott)

χελῑδόνιον: τό, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς μήκωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 1· καλούμενον χ. κυάνεον (ἢ γλαυκόν), Θεόκρ. 13. 41, Διοσκ. 2. 211· - χελιδόνιον τὸ μικρόν, ἴδε περιγραφὴν αὐτοῦ παρὰ Διοσκ. 2. 212. 2) = ἀνεμώνη, Ἀθήν. 684Ε, Ἡσύχ. ΙΙ. μικρὰ χελιδών, Γαλην. 14. 386.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 chélidoine;
2 autre plante, c. ἀνεμώνη;
3 petite hirondelle.
Étymologie: χελιδόνιος.

Greek Monotonic

χελῑδόνιον: τό, φυτό, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χελῑδόνιον: τό бот. чистотел (Chelidonium L ) Theocr.