χοροειδής

Revision as of 06:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A f.l. for χοριοειδής.

German (Pape)

[Seite 1366] χιτών, die traubenfarbige Haut des Auges, uvea tunica, sonst ῥαγοειδής, Poll. 2, 70.

Greek (Liddell-Scott)

χοροειδής: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ χοριοειδής.

Russian (Dvoretsky)

χοροειδής: Arst. v. l. = χοριοειδής.