χρυσοποίκιλτος

Revision as of 06:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον, = foreg., IG11(2).287 B72 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 380.63 (ii B. C.), D.S.18.26.

German (Pape)

[Seite 1381] = Vorigem, φοινικίς D. Sic. 17, 26, u. a. Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοποίκιλτος, -ον, ΝΜΑ
διακοσμημένος με χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεο-ποίκιλτος].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοποίκιλτος: пестро расшитый золотом (φοινικίς Diod.).